- παροξυντικως
- παροξυντικῶςπαρ-οξυντικῶςозлобленно, с раздражением
(πικρῶς καὴ π. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πικρῶς καὴ π. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παροξυντικῶς — παροξυντικός fit for inciting adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek